- φωτίζω
- ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός]1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.)2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά τα ομηρικά έπη», γ. «καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου», ΚΔ)3. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως στους ανθρώπους μέσω τών μυστηρίων4. (αμτβ.) είμαι διαφανής5. παθ. φωτίζομαιεκκλ. βαπτίζομαινεοελλ.1. (αμτβ.) έχω καλή όραση2. (ως τριτοπρόσ.) φωτίζειξημερώνει, γίνεται ημέρα («το καλοκαίρι φωτίζει νωρίτερα»)3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο φωτιζόμενοςεκκλ. αυτός που πρόκειται να βαπτιστεί4. (ο λόγιος αρσ. τ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο πεφωτισμένοςα) άτομο που έχει χαρισματικό νου ή πρόσωπο που έχει κάνει λαμπρές σπουδέςβ) εκκλ. αυτός στον οποίο έχει μεταδοθεί πνευματικό φως, η θεία χάρη5. (ο λόγιος τ. αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οι πεφωτισμένοιοπαδοί θρησκευτικών ομάδων που διατείνονται ότι φωτίζονταν κατευθείαν από τον Θεό χωρίς τη βοήθεια τών Μυστηρίων τής Εκκλησίας (α. «οι πεφωτισμένοι τής Ισπανίας» β. «οι πεφωτισμένοι τής Βαβαρίας»)6. φρ. α) «μέ φώτισες!»(ειρωνικά) η εξήγησή σου δεν έλυσε την απορία μου ή δεν είπες τίποτε το καινούργιοβ) «ο Θεός να σέ φωτίζει»(ως ευχή) μακάρι ο Θεός να σέ καθοδηγεί ή να σέ βοηθάαρχ.1. φέγγω, λάμπω («ὁ ἄνθραξ οὐ φωτίζει ὥσπερ ἡ φλόξ», Θεόφρ.)2. εκκλ. (για τον Θεό) μεταδίδω πνευματικό φως στους ανθρώπους μέσω τών μυστηρίων3. μτφ. γνωστοποιώ ή αποκαλύπτω.
Dictionary of Greek. 2013.